Δεν ξέρω αν έχεις ποτέ νιώσει εκείνο τ᾽ απαίσιο συναίσθημα του «δεν ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι». Εκείνη την αλλοπρόσαλλη στιγμή που συνειδητοποιείς πως ολόκληρη η ζωή σου, ολόκληρη η κοσμοθεωρία σου πρόκειται ν’ αλλάξει. Τότε που αντιλαμβάνεσαι πως είναι η τελευταία φορά που θα τον δεις. Το τελευταίο αντίο. Η στιγμή μιας απώλειας.
Διάβασα ένα άρθρο και θέλω πολύ να το συζητήσουμε, όμως επειδή είναι κάτι πρωτόγνωρο, τόσο για μένα όσο και για την -καθόλου οπισθοδρομική!- κοινωνία στην οποία ζούμε, φοβάμαι την αντίδρασή σου.
Ήσουν σίγουρη πως δεν πρόκειται να συμβεί σε σένα. Πατούσες γερά στα πόδια σου. Πίστευες στη γυναικεία δύναμη και στη δική σου. Πολεμούσες για τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου κι ισχυριζόσουν πως δε θα άφηνες ποτέ, κανέναν άντρα να σε μειώσει -πόσο μάλλον να σηκώσει χέρι επάνω σου!
«Καλά έτσι, είσαι τέρμα ψυχαναγκαστική!». Όπα! Ποιος νομίζεις πώς είσαι; Πώς τολμάς να χαρακτηρίζεις μια φυσιολογική και γλυκύτατη δεσποσύνη σαν κι εμένα ως ψυχαναγκαστική; Σου έχω δώσει τέτοιο δικαίωμα;
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί έχουν γραφτεί τόσα τραγούδια για τη μοναξιά; Έχεις δώσει βάση στους στίχους; Φαντάζομαι πως όχι. Όχι γιατί δε θες, ή γιατί δεν σου αρέσουν. Απλά φοβάσαι. Όχι τα τραγούδια. Τη μοναξιά.
Η πόρτα κλειστή. Το παράθυρο απέναντί της μισάνοιχτο και το μαύρο της παλτό πεταμένο δίπλα στην είσοδο. Ο ήχος από τις γόβες της ξεσκίζει το ξύλο, αλλά δεν την νοιάζει. Βουτάει από το μπαρ την κλειστή βότκα και σωριάζεται στο πάτωμα.
Παρασκευή σήμερα κι αντί να φιλοσοφήσουμε –διότι είμεθα και φιλοσοφημένα άτομα, προτείνω να ανέβουμε στη Χασιά να φάμε κανένα κοψίδι. Ξέρεις, από εκείνα που τρώμε με το χεράκι. Εκείνα με το ξίγκι και το μπόλικο πιπέρι, τα οποία συνήθως είναι ή καμένα ή ωμά, διότι ξέρουν οι Έλληνες ψήστες από καλή φωτιά κι οι βαρβάτοι Έλληνες από καλό φαγητό. Τι λες; Ψήνεσαι;