Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Όταν έρθει, θα το καταλάβεις



(Μια στάλα αίμα που σου βάφει το πριν και το μετά..)



Γέμισα τα ποτήρια κι έκατσα αναπαυτικά στη ροζ πολυθρόνα στο μπαλκόνι. Ο φωτισμένος Πειραιάς, το σκηνικό μου κι εκείνος, η παρέα μου. Είχε αλλάξει... Δεν ήταν πια το μικρό ξανθό αγόρι που χασκογελούσε συνέχεια και ήθελε τους πάντες ερωτευμένους. Μεγάλωσε...

“Μου έλειψες!Τόσα χρόνια σε κυνηγάω, αλλά εσύ δεν πέφτεις. Πήγες να μου τη φέρεις πέρσι, αλλά όχι. Εκεί! Έλα να κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο...”.

Έπιασα το χέρι του και γύρισα πίσω. Πολλά χρόνια... Μια δεκαετία και βάλε...

Ερωτοχτυπημένο κοριτσάκι! Να ζωγραφίζω καρδούλες σε τετράδια. Να εξομολογούμαι έρωτες σε ημερολόγια και να γράφω στίχους στα θρανία. Θυμάμαι πεντακάθαρα κάθε συναίσθημα που βίωνα κι ας έχουν περάσει τα χρόνια. Μια ερωτευμένη, αλλά συνειδητοποιήμενη έφηβη. Όλα σε κουτιά. Ήξερα τί ήθελα και το κυνηγούσα. Πάλευα με νύχια και με δόντια. Πάντα!

Κι αυτό γιατί,για μένα, ο έρωτας ήταν πάνω απ' όλα.

Με ταξίδεψε σ' ένα πούλμαν... Στο πρώτο μου φιλί! Είχε γεύση σοκολάτα-πορτοκάλι και θυμάμαι χαρακτηριστικά τα χέρια μου να τυλίγονται γύρω απ' το λαιμό του, λες και κρατούσα ό,τι πολυτιμότερο είχα. Τότε όμως δεν ήταν “λες και...”. Ήταν όντως ό,τι πολυτιμότερο είχα κρατήσει μες στα χέρια μου. Τότε...

Με πήγε στο αγαπημένο μου μέρος στον κόσμο... Εκεί συνειδητοποίησα πως ο έρωτας είναι πάνω από σένα. Δεν τον ελέγχεις! Δεν τυλίγεις απλά τα χέρια σου γύρω από το λαιμό του. Έρχεται, στρογγυλοκάθεται δίπλα σου και περιμένει. Εμένα ήρθε πριν (σχεδόν) έντεκα χρόνια. Κι έκατσε πολύ... Πάρα πολύ... Και τα είχε όλα!
Όλα όσα φανταζόμουν και λίγο παραπάνω. Είχε την παραίτηση... Παρά τις αιώνιες υποσχέσεις, λύγισα. Ποιος; Εγώ! Εγώ που μεγάλωσα περιμένοντας τον μεγάλο έρωτα... Που μεγάλωσα με τα κουτιά και τις λίστες μου. Που ήξερα τι ήθελα... Εγώ έφυγα πρώτη!
Η ερωτοχτυπημένη έφηβη έχασε... Πέταξε ό,τι πρέσβευε με πίστη κι αφοσίωση στα σκουπίδια.

Με μετέφερε στην Αθήνα... Από περιοχή σε περιοχή για ν' απαριθμίσει πρόσωπα και λάθη. Με πήγε σε εκείνους που (κάποτε) πίστεψα πως ερωτεύτηκα και τώρα δε μιλάμε καν. Σε εκείνους που πλήγωσα τάζοντας τους έρωτες που αδυνατούσα να δώσω. Σε εκείνους που κυνήγησα πολύ, αλλά και σε εκείνους που δεν κυνήγησα όσο άξιζαν. Στους έρωτες που βάφτισα “φίλους”. Στους φίλους που έγιναν “έρωτας”.

Μεγάλο ταξίδι... Κι αυτό γιατί με θυμόταν συχνά πυκνά να λιώνω σαν λαμπάδα, αλλά αίσιο τέλος δεν υπήρχε κι αυτό τον εκνεύριζε. Πίστευε πως εγώ θα έβρισκα εκείνον, τον ένα και θα ζούσα μαζί του, το παραμύθι. Τον απόλυτο έρωτα... Όχι! Εγώ ζούσα το απόλυτο δράμα-που-έφτιαχνα-μόνη-μου. Και τον εξόργιζα...

Αφήσαμε το παρελθόν και με μετέφερε στο παρόν... Του άρεσε η ιδέα. Του αρέσει εκείνος. Πολλά λάθη και πολλά σωστά μαζεμένα σ' ένα πρόσωπο. Του θυμίζει εμένα, αλλά δε θα βοηθήσει. Δε θέλει ν'ανακατευτεί γιατί φοβάται. Φοβάται γιατί πιστεύει πως η αγάπη μου γι' αυτόν είναι μεγαλύτερη από όλες. Καμαρώνει που παρά την πτώση, σηκώθηκα και συνέχισα ν' αγαπάω. Η αγάπη... Δεν τα βάζει με την αγάπη... Τη σέβεται!

Θέλει να μας δει μαζί...Το ξέρω! Θέλει happy end. Ίσως όχι γάμους και παιδιά, αλλά πιστεύει σε εμάς περισσότερο απ' ότι εμείς... Πιστεύει πως μπορεί να γίνει έρωτας, αλλά δε θα μας πειράξει. Έδωσε το λόγο του... Θα κάνει στην άκρη...

Ο ήχος ενός μπουκαλιού που ανοίγει μ' επανέφερε στην πραγματικότητα. Στη ροζ πολυθρόνα, στο μπαλκόνι του Πειραιά. Εκείνος γέμιζε το ποτήρι του και χαμογελούσε. Είχα πολλά χρόνια να τον δω να χαμογελάει έτσι... Για μια στιγμή νόμιζα πως είχε γίνει πάλι το μικρό αγόρι με τα ξανθά μαλλιά.

“Η συνέχεια;”, ρώτησα, “αποκλείεται να τελειώνει εδώ. Δε γίνεται να τελειώνει έτσι... Δεν έχω τίποτα για να φτιάξω αναμνήσεις κι όλα είναι περίπλοκα και στενάχωρα. Όσο κι αν αγαπάω, δε φτάνει. Δεν υπάρχει έρωτας...”.

“Δε χρειάζεται να υπάρχει πάντα έρωτας. Αν υπάρχει πάντα, τότε δεν είναι αληθινό. Εσύ τώρα αγαπάς. Κάτι που δεν είχες κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Δεν έχεις τάξει, δεν έχεις υποσχεθεί, δεν έχεις κυνηγήσει, δεν ελπίζεις. Υπάρχουν κύματα και σκαμπανεβάσματα. Είναι αμοιβαίο... Κάτι που έχεις ξεχάσει τι σημαίνει...
Ναι οκ, δεν είναι έρωτας, αλλά δε σε πτοεί. Γεμίζεις με τα παιδιά και τις λέξεις. Με τους καφέδες και τα βιβλία σου. Με τον αέρα και τους φίλους σου. Ερωτευμένη με όλα, πέρα από εκείνον και τον εαυτό σου. Έχεις περάσει πολλά και συνεχίζεις... Έχεις φάει πτώσεις και χαμογελάς. Κανένας δε σε ξέρει καλύτερα από σένα... Μ' αρέσει που δεν το βάζεις κάτω... Από μικρή στο λέω...”

“Τότε γιατί είσαι εδώ;”

“Για να μη με ξεχάσεις. Για να θυμάσαι πως πάντα θα είμαι δίπλα σου. Είμαι δημιούργημά σου και δε θα σε αφήσω. Ναι, σε έχω πληγώσει, αλλά το έκανα για σένα. Δεν είμαι πάντα καλός κι ούτε θα σου κάνω τα χατίρια. Και θα έρθει η ώρα που θα το φας το βέλος. Μην αγχώνεσαι! Σε τεστάρω... Για να δω αν θα αντέξεις το “για πάντα”. Γιατί θα είναι για πάντα... Θα σε ελέγχω, μικρή μου και θα καρτερώ στη γωνία. Γιατί όταν έρθει, θα το καταλάβεις...”

Σηκώθηκε, πήρε τη φαρέτρα και το τόξο και εξαφανίστηκε... Κι εγώ έμεινα καθισμένη στο μπαλκόνι να χαζεύω τα φτερά του και να τον περιμένω. Ήμουν σίγουρη πως δε θ' αργούσε!










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου