Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Θα σε δω στην ταβέρνα!

 


Παρασκευή σήμερα κι αντί να φιλοσοφήσουμε –διότι είμεθα και φιλοσοφημένα άτομα, προτείνω να ανέβουμε στη Χασιά να φάμε κανένα κοψίδι. Ξέρεις, από εκείνα που τρώμε με το χεράκι. Εκείνα με το ξίγκι και το μπόλικο πιπέρι, τα οποία συνήθως είναι ή καμένα ή ωμά, διότι ξέρουν οι Έλληνες ψήστες από καλή φωτιά κι οι βαρβάτοι Έλληνες από καλό φαγητό. Τι λες; Ψήνεσαι;



Δεν απαντάς οπότε πάμε πάλι από την αρχή. Παρασκευή σήμερα! (κλείνει το ματάκι!). Τι δεν καταλαβαίνεις; Ξεκινάει το Σαββατοκύριακο. Τι σημαίνει αυτό; Ένα πράγμα! Φαγητό! Κι όπου φαγητό βάλε ταβέρνα, και μόνο ταβέρνα. Δε θα κάτσει η Ελληνίδα σύντροφος, μητέρα, θεία, φίλη κι αδερφή να μαγειρέψει, να πλύνει, να καθαρίσει. «Θα πάμε να φάμε έξω γιατί βαριέμαι να μαγειρέψω!». Κλασική ατάκα. Μέχρι κι εγώ την έχω πει που προς το παρόν δεν είμαι ούτε σύντροφος, ούτε μάνα –Μαμά συγνώμη που σε βάζω να μαγειρεύεις τα Σαββατοκύριακα!.

Έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τις ταβέρνες εμείς οι Έλληνες. Αν γίνει μια απογραφή ταβερνιδίων -διότι ομιλούμε απταίστως και την ελληνική-, θαρρώ πως αντιστοιχούν δύο ταβέρνες ανά άτομο. Μια για κρέατα και κρασιά, και μια για ψάρια και τσίπουρα για να υπάρχει ποικιλία. Όπου στενό και ταβέρνα. Όπου ταβέρνα και κακό. Αν μας δει κάποιος από μακριά θα νομίζει πως δεν έχουμε άλλο τρόπο για να τραφούμε παρά μόνο τα ταβερνίδια. Ξέρεις τι φταίει, ε; Ο Χάρι Πόττερ έκανε κανένα ξόρκι τύπου «γεμίσιους ταβερνίσιους» και τρέχουμε εμείς οι κοινοί θνητοί να γεμίζουμε τις ταβέρνες κάθε Σαββατοκύριακο λες και θα μας βραβεύσει ο υπουργός τουρισμού.

Το καλοκαίρι φίσκα τα παραλιακά ταβερνάκια και τώρα που χειμώνιασε παίρνουμε σβάρνα τα βουνά και τα τζάκια. Παιδάκια, κοψίδια, κολοκυθάκια τηγανιτά, χωριάτικη και ψωμί δεν λείπουν από κανένα τραπέζι. Η τσίκνα σε συνδυασμό με τα κρεμμύδια, τα σκόρδα και τη ζέστη από το τζάκι εκεί πάνω δημιουργούν ένα υπέροχο συναίσθημα θαλπωρής και ζεστασιάς.

Α, μην ξεχάσω το υπέροχο γιαουτροσκόρδιον, κοινώς τζατζικούμπα, που επίσης δεν λείπει από κανένα τραπέζι σε καμία ταβέρνα. Ποιος δεν έχει φάει κολοκυθάκι τηγανητό με τζατζίκι και πατάτα τηγανητή; Ο Έλληνας λανσάρει πρωτότυπα finger foods ή wannabe καναπεδάκια. Βάση από πατάτα, τζατζίκι για να γλιστράει και μετά κολοκυθάκι για χρώμα. Γκουρμεδιά!

Άλλη σχέση έχουμε εμείς σαν λαός με τις ταβέρνες. Καταρχάς, αν πούμε ότι θα βγούμε, έστω και για έναν απλό καφέ, κάποιος από την παρέα πάντα θα πεινάει. Επομένως, ακόμα και την πασίγνωστη καφετέρια της Γλυφάδας, τη μετατρέπουμε σε ταβέρνα. Άσε που σε κάθε καφετέρια πια σερβίρουν και φαγητό! Από πουθενά δεν μπορούμε να του ξεφύγουμε!

Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Πεινάω και θέλω να πάω να φάω. Ας δούμε λίγο την όλη διαδικασία. Θα αποφασίσουμε να πάμε για φαγητό –ποτέ μόνοι μας! Πάντα προστίθενται κι άλλα τρία τέσσερα άτομα. Όχι για παρέα. Όχι φυσικά! Αλλά για να δικαιολογηθεί η τεράστια παραγγελία που θα δώσει η κεφαλή του τραπεζιού στον άμοιρο σερβιτόρο, η οποία καταλήγει κάπως έτσι… «Είμαστε πολλοί και καλοφαγάδες!». Ψεύτη. Και δυο άτομα να είχατε πάει, τα ίδια θα παίρνατε και θα τα γυαλίζατε κιόλας.

Μέχρι να κάτσουμε σε καλό τραπέζι –καπνιζόντων, κοντά σε παράθυρο ή τζάκι, με θέα κλπ- θα τσακωθούμε δυο τρεις φορές με τον υποτιθέμενο μετρ –γιατί ακόμα και στο κουτούκι του Κυρ Κώστα υπάρχει μετρ! Μετά, κι αφού μελετήσουμε σιωπηλοί τον κατάλογο λες και δίνουμε Πανελλήνιες, θα παραγγείλουμε. Δεν χρειάζονται λεπτομέρειες εδώ. Τα «συνηθισμένα» ή τα «πιάσε ένα απ’ όλα!».

Εν συνεχεία, έρχεται το πιοτό. Θα τσουγκρίσουμε για την υγειά μας πάνω από δεκαεπτά φορές μέχρι να φύγουμε. Ζωή να χουμε! Θα γελάσουμε, θα μιλήσουμε αλλά μόλις έρθει το κυρίως πιάτο, άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει. Σηκώνουμε μανίκια, παραμερίζουμε μαχαιροπίρουνα και αρχίζουμε και τρώμε σαν αούγκανοι. Οι Ντοθράκι στο Game of Thrones καλύτερα τρώνε από εμάς όταν πεινάμε.

Μόλις αδειάσουμε τα πιάτα μας, πιάνουμε την κοιλιά μας κι αρχίζουμε τα «δεν στρίβω από το φαγητό!», «θα πεθάνω!», «Θεέ μου πόσο έφαγα!». Κι τότε έρχεται η μαγική ερώτηση. «Γλυκάκι να φέρω;». Κανείς δεν απαντάει. Οι ματιές επικοινωνούν αλλά κανένας δεν μπορεί να ξεστομίσει αυτό το μεγάλο «Ναι!». Ο γενναίος της παρέας θα ανασηκωθεί και με στόμφο θα πει «ναι, φέρε. Ένα γλυκάκι τώρα είναι ό,τι πρέπει!». Δάκρυα χαράς και συγκίνησης πλημμυρίζουν τους παρευρισκόμενους κι ο «γενναίος» δέχεται τα συγχαρητήρια μέχρι να φύγουμε.

Τελευταίο και δύσκολο κομμάτι της βραδιάς είναι η ώρα του λογαριασμού. Δεν ξέρω για εσάς αλλά στα δικά μου τραπέζια οι κλασικοί άντρες τσακώνονται για κανένα τέταρτο για το ποιος θα πληρώσει, αλλά πάντα στο τέλος –δεν ξέρω πως γίνεται!- καταλήγουμε να πληρώνει ο καθένας τα δικά του.

Μόλις η πόρτα της ταβέρνας κλείσει πίσω μας, κανείς δε γυρίζει να την κοιτάξει. Σαν να μη συνέβη ποτέ! Ξέρεις τι λένε; Αν γυρίσεις πίσω και κοιτάξεις, δίνεις υπόσχεση πως θα ξαναπάς. Αλλά τι λέω! Εμείς οι Έλληνες δεν χρειάζεται να δίνουμε υποσχέσεις. Ένα απλό «την άλλη Κυριακή θα βγούμε για φαγητό» κι όλη η εβδομάδα θα έχει έναν σκοπό. Έναν λόγο ύπαρξης.

«Θα σε δω στην ταβέρνα!», είπε. «Θα είναι ωραία!», είπε. Κι ήταν!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου