Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Όσα η καρδιά αγωνιά να κρύψει, τα προδίδει το αλκοόλ

 


Η πόρτα κλειστή. Το παράθυρο απέναντί της μισάνοιχτο και το μαύρο της παλτό πεταμένο δίπλα στην είσοδο. Ο ήχος από τις γόβες της ξεσκίζει το ξύλο, αλλά δεν την νοιάζει. Βουτάει από το μπαρ την κλειστή βότκα και σωριάζεται στο πάτωμα.


Σκεφτόταν με κλαμένα μάτια –γιατί η ζωή δεν τα φέρνει όλα όπως τα θέλουμε, όλα εκείνα που ήθελε να του πει και ποτέ δεν τόλμησε. Το βλέμμα της ατένιζε τον συννεφιασμένο ουρανό, ενώ το μυαλό της άρχισε να γράφει στην παγωμένη της καρδιά ό,τι ακριβώς σκεφτόταν. Ό,τι ακριβώς ένιωθε. Η κοφτή ανάσα γέμιζε με οξυγόνο το κορμί της κι έδινε ρυθμό σ’ αυτό το μαρτύριο.

Η βότκα ζέσταινε το αίμα της κι άρχισε να χαλαρώνει όλες της τις αισθήσεις. Οι σκέψεις ισοπέδωναν τις αναμνήσεις της κι οι αναμνήσεις αντικαθίστανται από λέξεις. Ασυνάρτητες. Μεμονωμένα ρήματα, άρθρα, επιρρήματα, επίθετα και πρόσωπα εμφανίστηκαν μπροστά στα μάτια της. Την έβριζαν γιατί δεν τα άφηνε ελεύθερα. Δεν τους έδινε την ευκαιρία να υπάρξουν έστω και για ένα λεπτό.

Το δεξί της χέρι κατευθύνθηκε μηχανικά στην εσωτερική τσέπη απ’ το παλτό της. Έπιασε την παγωμένη μικρή χρυσή συσκευή και με χέρια που τρέμουν, πέταξε το κινητό δίπλα της. Η βότκα προσπαθούσε να της εξηγήσει, αλλά δεν άκουγε. Έπρεπε να ελευθερώσει τις λέξεις. Να πει όλα όσα κρατούσε κρυμμένα βαθιά μέσα της.
«Όχι, δε θα στείλω! Έχω και μια αξιοπρέπεια!», σκέφτηκε αλλά η βότκα δεν της άφησε περιθώρια για υπεκφυγές. Ή τώρα ή ποτέ!

Με τρεμάμενα δάχτυλα και βουρκωμένα μάτια, ξεκίνησε.

«Ξέρω πως δεν θες καμία επαφή μαζί μου, όμως αυτό το μήνυμα είναι το τελευταίο πράγμα που μου μένει να κάνω. Δεν ήμουν τέλεια, ούτε σου συμπεριφέρθηκα σωστά. Ξέρω πως πήρα όλη μας τη ζωή στην πλάκα, ενώ δεν έπρεπε. Πίστευα όμως πως θα με αγαπούσες για πάντα. Ό,τι κι αν έκανα. Ό,τι κι αν έλεγα. Πίστευα πως δε θα χωρίσουμε ποτέ και να που έγινε. Δεν το αντέχω! Μου λείπεις! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Σε αγάπησα περισσότερο κι από μένα και δεν στο είπα ποτέ. Δεν στο έδειξα ποτέ. Πονάω γαμώτο κι εσύ δεν είσαι εδώ. Γύρνα πίσω σε εμένα και σου υπόσχομαι πως θα αλλάξω! Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;»

Ο ήχος από τα πλήκτρα, αυτό το αναθεματισμένο τακ τακ, την ηρέμησε. Η βότκα έκανε καλή δουλειά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε το πράσινο εικονίδιο της αποστολής. Μόλις άκουσε τον ήχο της παράδοσης, έγειρε το βαρύ κεφάλι της πάνω στα γόνατά της. Όλα είχαν δρομολογηθεί. Το έργο είχε τελειώσει κι η αυλαία είχε πέσει. Το μόνο που έπρεπε, να περιμένει.

Η σβησμένη, παγωμένη και χρυσή συσκευή βρισκόταν δίπλα της. Κάθε φορά που την κοιτούσε, κι αντίκριζε τη σιωπή, ήθελε να την μετατρέψει σε χιλιάδες μικρά χρυσά και παγωμένα κομμάτια. Οι αισθήσεις της όμως δεν της το επέτρεπαν. Οι σκέψεις της είχαν σταματήσει να χαράζουν την καρδιά της, κι οι λέξεις εξαφανίστηκαν από τα μάτια της.

Κοίταξε το μισοάδειο γυάλινο μπουκάλι, με μάτια που έσταζαν δάκρυα. Τελικά είχαν δίκιο όσοι έλεγαν πως το αλκοόλ είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Μειώνει τους φραγμούς κι ελευθερώνει καθετί καταπιεσμένο. Όσα η καρδιά αγωνιά να κρύψει, τα αλκοόλ τα προδίδει. Όσα το μυαλό δεν τολμάει να πει, το μεθυσμένο χέρι τα γράφει κι ύστερα, αφού χαμογελάσει, πατάει την αποστολή. Το αλκοόλ ήταν η λύτρωσή της.

Συνέχισε να περιμένει την απάντηση του, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Η βότκα τελείωσε και μαζί της κι η ελπίδα. Το μόνο ενθύμιο εκείνο το γαμημένο μήνυμα. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, έφεραν μια καινούργια μέρα για κείνη, η οποία ξεκίνησε μια μόνο λέξη…

Διαγραφή!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου