Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

Έλα για μία νύχτα και φύγε πάλι

 

«Έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι…»


Η μουσική απ’ τα ακουστικά ήταν τόσο δυνατή που ενοχλούσε τους περαστικούς. Δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι, ενώ δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια του. Δεν τα σκούπιζε. Ο κρύος αέρας τα πάγωνε κι ένιωθε το πρόσωπό του να παίρνει μεγάλες εισπνοές ζωής. Αυτό του έλειπε. Ζωή.

Ανέκαθεν ταυτιζόταν μ’ αυτό τον στίχο. Αυτές οι εννέα μικρές λέξεις φωνάζουν τόσο δυνατά το «μείνε μαζί μου» που, και μόνο στη σκέψη, κοκκινίζεις από ντροπή. Σμπαραλιάζεις τον εγωισμό σου και το λες. Το απαιτείς. Να έρθει να σε βρει για ένα μόνο βράδυ και μετά να χωρίσουν οι δρόμοι σας. Πάντα αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε κάποιος να έρθει για λίγο και μετά να χαθεί, αλλά το «πάντα» του κράτησε μόνο λίγο καιρό.

Έκλεισε τη μουσική και μπήκε στʾ αγαπημένο του στέκι. Ο καπνός είχε καλύψει τους πέτρινους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη, ενώ απ’ το παλιό στερεοφωνικό άκουγες τη φωνή κάποιας λαϊκής τραγουδίστριας.

Παρήγγειλε ουίσκι και βυθίστηκε στις σκέψεις του.
Εκεί ήταν εκείνη. Και μόνο εκείνη.

Πριν μια βδομάδα, τέτοια ώρα, βρισκόταν μαζί της. Της κρατούσε σφιχτά το χέρι και της ψιθύριζε στʾ αυτί λόγια αιώνιας αγάπης. Χάιδευε τα μακριά καστανά μαλλιά της, ενώ με τις άκρες των δαχτύλων του έτριβε τη βάση του λαιμού της.
Όσα χρόνια κι αν περνούσαν εκείνη πάντα θα έλιωνε σαν κερί στα χέρια του.

Την άρπαξε απ’ τη μέση και κατευθύνθηκαν στʾ αυτοκίνητο. Δεν την άγγιξε, ούτε της μίλησε. Καθόταν πλάι του, αμίλητη φιγούρα, κι αυτός έσφιγγε με δύναμη το τιμόνι, έχοντας τα μάτια του καρφωμένα στο δρόμο μπροστά τους.

Ήξερε πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά.

Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω τους, το τοπίο άλλαξε. Οι άσπροι καναπέδες του σπιτιού γέμισαν με τα ολόμαυρα ρούχα τους, ενώ στο μεγάλο κόκκινο χαλί του σαλονιού δύο γυμνές φιγούρες προσπαθούσαν να ενώσουν ό,τι είχε σπάσει ανάμεσά τους.

Οι σκιές χόρευαν πάνω στον άσπρο τοίχο σ’ ένα χορό που μόνο εκείνοι γνώριζαν. Χέρια πλεγμένα, κορμιά ιδρωμένα κι οι ανάσες ν’ ακολουθούν με ρυθμό. Μια χορογραφία αιώνων εξελισσόταν μέσα στʾ άδειο σπίτι με μόνη μουσική τα πνιγμένα στη δίνη του πάθους «θα σ’ αγαπώ για πάντα».

Εκείνος νʾ αποζητάει το κορμί της όλο και περισσότερο, ενώ δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια του. Θα του έλειπε και δεν ήθελε. Δε θα το επέτρεπε στον εαυτό του.

Μόλις έκατσαν στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού, με το δείχτη του άγγιζε όλο της το κορμί. Φιλούσε κάθε μέρος του μʾ ευλάβεια, ενώ φωτογράφισε τα χαρακτηριστικά της στη μνήμη του για να τον συντροφεύει πάντα.

Έκανε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της.

‒Αυτό ήταν λοιπόν; Τελειώσαμε;

Άπλωσε το χέρι της κι χάιδεψε το αξύριστο πρόσωπό του.

‒Μη σκέφτεσαι! Είναι η τελευταία μας νύχτα μαζί. Το πρωί θα φύγω και δεν πρόκειται να με ξαναδείς!

Έσκυψε και φίλησε τα κόκκινα χείλη του, ενώ προσπάθησε να κουμπώσει το κορμί της με το δικό του. Δύο εραστές απʾ το παρελθόν ενώθηκαν στο παρόν, πριν προχωρήσουν στο μέλλον.

Τʾ άδειο ποτήρι είχε μείνει μετέωρο στο δεξί του χέρι, ενώ τα δάκρυα είχαν μουσκέψει το κόκκινο πουλόβερ του. Δε θα την ξαναέβλεπε ποτέ και το ήξερε. Η ιστορία τους τελείωσε όπως ακριβώς άρχισε. Σε μία νύχτα.
Πρέπει να την ξεπεράσει και να σταθεί στα πόδια του. Η ζωή προχωράει γρήγορα και πρέπει να την προλάβει. Θα χρειαστεί χρόνο αλλά θα τα καταφέρει. Με ή χωρίς εκείνη.

Σηκώθηκε, πλήρωσε και βγήκε στον καθαρό αέρα. Φόρεσε τʾ ακουστικά και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
«Μέσα στου μυαλού τη ζάλη, δε συγκρίνεσαι με άλλη. Έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι…»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου