Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Η νεράιδα και το παλικάρι

Σχετική εικόνα

(Κάθε αεροδρόμιο και μια ιστορία...)



Όπως καθόμουν και συνομιλούσα με το μαγικό μου καθρέφτη, όντας μάγισσα κι όχι πάντα καλή, ρωτήθηκα… «εσύ έχεις αγαπήσει πραγματικά; Έχεις ερωτευτεί άνευ όρων».
Τι τον ήθελα, εγώ, τέτοιο πολυλογά και περίεργο καθρέφτη;

«Δεν ξέρω τι σημαίνει κι αν υπάρχει παντοτινή αγάπη κι άνευ όρων έρωτας!», απάντησα με σκυμμένο το κεφάλι. Μάγισσα, μάγισσα αλλά σκιρτάει η καρδούλα ακόμα και πονάει το κάθε σκίρτημα. Γιατί το κάθε σκίρτημα μπορεί να γίνει σκίσιμο κι η καρδούλα, πόσο ν’ αντέξει; Μεγάλη ιστορία. Εκτός θέματος.

«Κάτσε να σου δείξω τι σημαίνει έρωτας άνευ όρων…», είπε και με τράβηξε μαζί του. Με αστραπιαία ταχύτητα, μεταφέρθηκα στο αεροδρόμιο. Μπροστά μου, ένα σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι. Νέα παιδιά. Όμορφα. Με μια λάμψη στα μάτια γεμάτη υπόσχεση κι ένα βλέμμα όλο ελπίδα κι έρωτα.

«Τους βλέπεις;», με ρώτησε. Κούνησα καταφατικά το κουφιοκέφαλό μου κι άρχισα να τους παρατηρώ.
Ακουμπισμένα μέτωπα, χέρια πλεγμένα κι ένα σύννεφο ηλεκτρισμού στην ατμόσφαιρα. Τα γαλάζια μάτια της μικρής μας νεράιδας βουρκωμένα. Στα χέρια του παλικαριού μας, αισθητό ένα τρέμουλο αμηχανίας. Κάτι δε μ΄αρέσει!

«Κακιασμένε μου καθρέφτη, γιατί είναι έτσι τα παιδιά;». Δεν απάντησε και τότε είδα τη βαλίτσα δίπλα της. Μεγάλη. Κόκκινη και βαριά. Φαινόταν πως δεν είναι βαλίτσα τριημέρου. Η δικιά του όμως, που ήταν;
«Καθρέφτη, γιατί φεύγει; Που πάει; Εκείνος γιατί δεν πάει μαζί της; Χωρίζουν;». Πρέπει να έκανα αυτές τις ερωτήσεις σε δευτερόλεπτα, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους.

Ξαφνικά, άρχισε εκείνος να μιλάει, ενώ προσπαθούσε να μαζέψει μερικές τούφες απ’ τα μαλλιά της που είχαν ξεφύγει. Δεν τον άκουγα! Προχώρησα διστακτικά πιο κοντά. Ενώ ήξερα πως δε θα με δουν, φοβόμουν μην τους μεταφέρω τη περιέργειά μου.

«Εντάξει, το ξέραμε ότι θα γίνει αυτό. Απ’ την αρχή το ξέραμε και να, που έφτασε η μέρα! Πρέπει να είσαι χαρούμενη!», είπε το παλικάρι στη νεράιδα, ενώ το ράγισμα στη φωνή έκανε την εμφάνισή του. Ένα ράγισμα δε θα περνούσε απαρατήρητο από έναν καλό και συνηθισμένο στα ραγίσματα φωνής παρατηρητή, όπως εμένα!

Η νεράιδα μας τον κοίταξε στα μάτια. Αυτά τα γαλάζια μάτια της τον ρούφηξαν. Αυτά τα μάτια της, τα λάτρευε. Φαινόταν! Μπορούσαν να καθρεφτιστούν μέσα τους όλα τα συναισθήματά της κι έτσι δε χρειαζόταν να τα πει. Του έφτανε που τα έβλεπε και τα ένιωθε.
Εκείνη, αγαπούσε σε εκείνον την ευαισθησία του και τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τα πράγματα. Ήταν πεπεισμένη πως δε θα της έλεγε όλα όσα ένιωθε εκείνη τη στιγμή, μόνο και μόνο για να μην τη στεναχωρήσει. Μόνο και μόνο για να μη τη δει να βουρκώνει.

«Ναι, το ξέραμε, όμως κάθε αποχαιρετισμός είναι δύσκολος!», κατάφερε με ψυχραιμία να απαντήσει εκείνη. Την αγκάλιασε σφιχτά και προχώρησαν μαζί προς την πύλη εξόδου.

Τους ακολούθησα. Αποκλείεται να αποχαιρετιστούν αυτοί οι δύο έτσι. Τόσο απλά. Αυτός ο έρωτας δε χωράει σε τυπικές συσκευασίες αποχαιρετισμών. Δεν το δέχομαι!

Ο πίνακας ανακοινώσεων έλεγε πως η πύλη της πτήσης της είχε ανοίξει. Είχε έρθει η ώρα να την αφήσει να φύγει. Το εισιτήριο στο χέρι της άρχισε να τρέμει. Τα συναισθήματα άρχισαν να τους κατακλύζουν και τους δύο. Κανείς δε μίλησε.

Το παλικάρι γύρισε και την κοίταξε. Έκλεισε με τα χέρια του το πρόσωπό της και τη φίλησε απαλά στα χείλη.
«Να προσέχεις!», της είπε.
Εκείνη χαμογέλασε με όση αυτοσυγκράτηση της είχε απομείνει κι άρχισε να προχωράει προς τον έλεγχο.

«Τι; Τι; Αυτό ήταν; Έτσι θα την αφήσει να φύγει; Τόσο απλά; Μου είπες πως θα μου δείξεις τον έρωτα άνευ όρων! Τι είναι αυτό; Δε γίνεται να φύγει έτσι… Αφού αγαπιούνται. Φαίνεται! Έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ για να είναι μαζί και παλεύουν κάθε μέρα για αυτόν τον έρωτα. Αντιλαμβάνεσαι την καψούρα και το πάθος από χιλιόμετρα κι απ’ ότι καταλαβαίνω, θα κάνουν μήνες να βρεθούν. Γιατί; Γιατί δε λένε αυτά που βροντοφωνάζουν μες στο κεφάλι τους;». Είχα αφηνιάσει. Είχα αρχίσει να κλαίω για καθετί χαμένο που δεν είχα πει όταν έπρεπε και για καθετί καταπιεσμένο που πάλευα να κρατήσω βουβό. Μέσα σε λίγη ώρα αυτοί οι δύο μου έδειξαν τι σημαίνει να αγαπάς πραγματικά. Να νοιάζεσαι. Να ερωτεύεσαι. Να παλεύεις και να ελπίζεις στο για πάντα.

«Περίμενε!», της είπε. Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Με λίγες διασκελιές, έφτασε κοντά της. Την έπιασε σφιχτά και τη φίλησε λες κι ήταν το τελευταίο και πιο σημαντικό πράγμα που έπρεπε να κάνει.

«Σ’ αγαπάω όσο τίποτα! Να το θυμάσαι», της είπε.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω! Όπου και να πάω θα είμαι μαζί σου…», απάντησε και τον έκλεισε στην αγκαλιά της.

Την ώρα που περνούσε τον έλεγχο, του έριξε μια τελευταία ματιά.
Θα έκανε καιρό να ξαναδεί τα μάτια της, όμως ήξερε πως η καρδιά του είχε βρει το σπίτι της κι ας ήταν πια μερικά χιλιόμετρα μακριά…

Ήξερα πως ήταν η ώρα να φύγω. Πριν φύγω, χαμογέλασα και στους δυο. Μπορεί να μη με έβλεπαν, αλλά εγώ ήξερα πως τίποτα δε θα τους χώριζε αυτούς τους δύο. Αυτό το μαζί ήταν πιο δυνατό ακόμα κι από τους ίδιους… Ήταν ο ένας για τον άλλον…


Υ.Γ. Αφιερωμένο στο δικό μου παλικάρι και στη δικιά μου νεράιδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου