Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Ζημιά παθαίνουμε όλοι, μικρή μου


Σχετική εικόνα


(Μόνο στα παραμύθια...)

Τα χέρια του έσφιγγαν το τιμόνι με δύναμη. Οι ρυτίδες γύρω απ' τα μάτια του ήταν πιο έντονες από ποτέ και το τσιγάρο στο στόμα του μαρτυρούσε το χάος της στιγμής. Την παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του. Ήρεμη κι ήσυχη. Έμπλεκε τα δάχτυλα στα μαλλιά της, ενώ είχε το βλέμμα της καρφωμένο στο άπειρο. Πόσο θα ήθελε να βρίσκεται μες στο κεφάλι της.

«Ένα κέρμα για κάθε σκέψη σου!», της είπε ασυναίσθητα. Το χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της κι εκείνος ένιωσε πάλι μικρό παιδί.

Τον ταξίδευε κι ας μην το ήξερε. Μεταξύ μας, καλύτερα να μην το μάθαινε ποτέ. Το μυαλό του έκανε σενάρια, ταξίδια μακρινά. Σε μέρη αγαπημένα χωρίς όμως τους ανθρώπους που έχει συνηθίσει δίπλα του. Σκεφτόταν χρώματα... Το πράσινο των ανοιξιάτικων φύλλων και το κίτρινο απ' τα φθινοπωρινά στάχια. Άκουγε γέλια γάργαρα. Λάμψη από ευτυχία κι έρωτα. Όχι τον έρωτα που είχε γνωρίζει μέχρι τώρα. Τον άλλον. Τον ατόφιο. Τον απροσπέλαστο.

«Δε θα μπορέσω να καταλάβω τον τρόπο που σκέφτεστε! Για εσάς τα πράγματα θα πρέπει να είναι απλά. Το και το. Δεν είστε σαν κι εμάς που τα υπεραναλύουμε όλα και χάνουμε την ουσία» .

Η φωνή της ήχησε στα αυτιά του σαν βάλσαμο. Γύρισε και την κοίταξε. Είχε στρέψει το βλέμμα της προς εκείνον.  Κάθε φορά που τον κοιτούσε, μπορούσε να τη δει να βουτάει, χωρίς σωσίβιο, στο βαθύ γαλάζιο. Να κολυμπάει, ύστερα ν' ανεβαίνει στην επιφάνεια για οξυγόνο και μετά, φτου κι απ' την αρχή.

Είχε απλώσει το χέρι της προς το μέρος του. Τα δάχτυλα της διαγράφονταν απ’ το φως των φαναριών κι ένιωσε την επιθυμία να τα πιάσει. Να τα κλείσει σφιχτά και να τα πλέξει με τα δικά του.
Όχι! Δεν πρέπει να χάσει τον έλεγχο. Δεν πρέπει να ξεπεράσει τα όρια. Τουλάχιστον, όχι ακόμα.

Και πόσο δύσκολο του είναι να την έχει να σιγοβράζει δίπλα του. Να βλέπει τον πόθο στα μάτια της. Τον έρωτα στο κορμί της. Την αναμονή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και να μένει άπραγος. Πεθαίνει να την βλέπει να το παίζει χαλαρή, ενώ μέσα της παλεύει.  

«Στο ίδιο μήκος κύματος είμαστε, μωρό μου!», σκέφτηκε και φύσηξε ψηλά τον καπνό του, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ το δρόμο.

Η ερώτησή της, απάντηση δεν πήρε. Δεν τον ένοιαζε να της δώσει απλά μια απάντηση. Ήθελε να της δώσει όλα όσα της αξίζουν. Όλα όσα τους αξίζουν. Ήθελε να σταματάει ο χρόνος κάθε φορά που ήταν εκείνη εκεί, μαζί του. Ήθελε να το βουλώνουν οι δαίμονές του, όταν εκείνη του μιλούσε και τα μάτια της τον κοιτούσαν γεμάτα ελπίδα.

«Είναι κρίμα να νιώθεις τόσα και να μην μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτά ή αν μιλάς να μην πιάνουν τόπο. Κι εγώ νιώθω. Και νιώθω και πολλά. Και τα λέω! Δε φοβάμαι. Τα λέω κι ας ξέρω ότι είναι ανώφελο. Είμαι μόνη μου σ’ όλο αυτό, απλά δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Ακούς; Δεν μπορώ!».

Μόλις ολοκλήρωσε τη φράση της, γύρισε και την κοίταξε. Ντροπαλή και πανέμορφη. Με την ανεκτικότητα και την κατανόησή της, τον αφόπλιζε. Με την υπομονή και την επιθυμία της, τον έκανε να τη χαζεύει και με το μαινόμενο πάθος της, τον έκανε να προσμένει την ώρα που θα έδινε σάρκα κι οστά σε όλα όσα ονειρευόταν.

Η ώρα περνούσε κι έπρεπε να κατέβει απ’ το αυτοκίνητο. Φορούσε το παλτό της και περνούσε κυκλικά το κασκόλ στο λαιμό της. Σε κάθε περιστροφή, άκουγε τη φωνή μέσα του να ουρλιάζει το όνομά της, όμως εκείνος ήταν ανήμπορος. Ηθικοί φραγμοί, η αιτία.

Πριν κλείσει την πόρτα πίσω της, άκουσε τον εαυτό του να της λέει οχτώ λέξεις. Μέσα σ’ αυτές τις οχτώ λέξεις, έκλεισε όλα όσα ένιωθε. Όλα όσα εκείνη χρειαζόταν να ξέρει…

«Ζημιά παθαίνουμε όλοι, μικρή μου! Αυτό να θυμάσαι…».


Μόλις ακούστηκε ο ήχος της ασφάλειας, έγειρε πίσω στο κάθισμα. Ήξερε πως τώρα, δεν υπάρχει γυρισμός! Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε… Βρισκόταν σε μια δύνη που τον ρουφούσε. Μια δύνη από πράσινο των ανοιξιάτικων φύλλων και κίτρινο απ’ τα φθινοπωρινά στάχια. Μια δύνη που είχε τ’ όνομά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου